- προαιρετέον
- προαιρ-ετέον,A one must choose, prefer, Pl.R.535a;
θάνατον ἀντί τινος X.Mem.2.7.10
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θάνατον ἀντί τινος X.Mem.2.7.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προαιρετέον — one must choose masc acc sg προαιρετέον one must choose neut nom/voc/acc sg προαιρετέος masc/fem acc sg προαιρετέος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαιρετέα — προαιρετέον one must choose neut nom/voc/acc pl προαιρετέᾱ , προαιρετέον one must choose fem nom/voc/acc dual προαιρετέᾱ , προαιρετέον one must choose fem nom/voc sg (attic doric aeolic) προαιρετέος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)